- γλαῦκες
- γλαύξthe little owlfem nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dracma griega antigua — † Δραχμῆ en Idioma griego Dracma de Lucania … Wikipedia Español
γλαύκα — και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ) 1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό τής τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα 2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ Ἀθήναζε», «γλαῡκ ἐς Ἀθήνας» παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς… … Dictionary of Greek
επιλείπω — ἐπιλείπω (Α) 1. αφήνω, εγκαταλείπω 2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», Πλάτ.) 3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.) 4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι»,… … Dictionary of Greek
λαυρεωτικός — και λαυρ(ε)ιωτικός, ή, ό (Α Λαυρεωτικός και Λαυρειωτικός και Λαυριωτικός, ή, όν) [Λαυρεώτας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λαύριο ή προέρχεται από το Λαύριο (α. «Λαυρεωτική πρόσοδος» β. «γλαῡκες ὑμᾱς οὔποτ ἐπιλείψουσι Λαυριωτικαί», Αριστοφ … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πειραιά — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1966 (Χαριλάου Τρικούπη 31). Ανακαινίστηκε και εμπλουτίστηκε με τη συλλογή κεραμικής και μικροαντικειμένων το 1998, την ίδια χρονιά που τελείωσε και η αναστήλωση του μεγαλύτερου ταφικού μνημείου στην Ελλάδα … Dictionary of Greek